- πρόπωμα
- -ώματος, τὸ, Α(δ. γρφ.) βλ. πρόπομα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόπομα — και πρόπωμα, τὸ, Α [προπίνω] 1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό 2. ακράτισμα, πρόγευμα 3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο … Dictionary of Greek